- σκάμνα
- η I скамьяσκάμνα2τα II плоды шелковицы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκάμνα — η, Ν σκαμνί για δύο ή περισσότερα άτομα, πάγκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμνί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α)] … Dictionary of Greek
IMPERIA — vox memorata, in Pandectis. l. 3. tit. de supell. leg. ubi enumerantur quae continentur supellectile legatâ; scilicet Mensae, Trapezophora, Delsicae, Subsellia, Scamna, Lecti etiam inargentati, Culcitae, Toralia, Imperia (sic Florentinae) Vasa… … Hofmann J. Lexicon universale
σκάμνιο — το, Ν το μούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συκάμινον (πρβλ. σκάμνα, τα)] … Dictionary of Greek
σκάμνο — το, Ν συν. στον πληθ. τα σκάμνα οι καρποί τού δέντρου μουριά, αλλ. σκαμνόμουρα ή μούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκάμινα, με συγκοπή τού υ και τού ι ] … Dictionary of Greek